- πέδ'
- πέδαι , πέδηfetterfem nom/voc plπέδᾱͅ , πέδηfetterfem dat sg (doric aeolic)πέδα , πέδονgroundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδ' — πεδά , μετά mip doric aeolic (indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλυτρα — τὰ, Α κάλτσα ή επίδεσμος που φορούσαν οι δρομείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλλυτρα (< *πέδ Fλυτρα) είναι συνθ. με α συνθετικό την απαθή βαθμίδα πεδ τού πους* (πρβλ. πέδον, πεδά) και β συνθετικό τη μηδενισμένη βαθμίδα Fλυ τού είλύω* «περιτυλίσσω,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Alpha Psi Omega — Alpha Psi Omega/Delta Psi Omega ΑΨΩ/ΔΨΩ Founded August 12, 1925 (1925 08 12) (86 years ago) Fairmont State University Type Honorary Emphasis … Wikipedia
Индоевропейский вокализм — И. праязык в эпоху перед разделением своим на отдельные языки имел следующие гласные звуки: i î, и û, е ê, о ô, а â, и неопределенный гласный . Кроме того, в известных случаях роль гласных звуков исполняли согласные плавные r, l и носовые n, т… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετώπιλο — μετώπιλο, τὸ (Μ) φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετώπ ιον κατά τα ουδ. σε ιλο (πρβλ. πέδ ιλο)] … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek